αλλαντοποιία

αλλαντοποιία
η колбасное производство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αλλαντοποιία" в других словарях:

  • αλλαντοποιία — η [αλλαντοποιός] 1. παρασκευή αλλαντικών* 2. βιομηχανία αλλαντικών …   Dictionary of Greek

  • αλλαντοποιός — ο (Α ἀλλαντοποιός) παρασκευαστής αλλαντικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλᾶς ( ᾶντος) + ποιὸς < ποιῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαντοποιείο, αλλαντοποιία] …   Dictionary of Greek

  • κορίανδρο — το (ΑM κορίανδρον) βοτ. 1. γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σκιαδοφόρα, με στίλβοντα φλοιό και λευκά άνθη, που καλλιεργούνται για τον καρπό τους, ο οποίος χρησιμοποιείται ως άρτυμα στη μαγειρική και την αλλαντοποιία, το δε… …   Dictionary of Greek

  • άμωμο — (amomum).Γένος πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ζιγκιβεριδών, ιθαγενών των θερμών χωρών της Ασίας και της Αφρικής. Χαρακτηρίζονται από μακρύ, έρπον ρίζωμα, από το οποίο ορθώνονται πυκνοί βλαστοί με στενά, γραμμοειδή ή λογχοειδή φύλλα.… …   Dictionary of Greek

  • Βιέννη — (Wien). Πόλη και κρατίδιο (415 τ. χλμ., 1.562.676 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Αυστρίας, πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Αυστρίας. H Β. βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και εκτείνεται μεταξύ της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»